γερεύω

γερεύω
γέρεψα, δυναμώνω ύστερα από αρρώστια: Παρά τη σοβαρότητα της αρρώστιας του γέρεψε εύκολα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γερεύω — [γερός] 1. βρίσκομαι στην ανάρρωση 2. γίνομαι πιο γερός, δυναμώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”